- σαβάτι
- το, Ν1. τρόπος διακόσμησης μετάλλινων, ιδίως αργυρών, αντικειμένων με καυστική οξείδωση2. το κράμα που χρησιμοποιείται για την καυστική οξείδωση τού μετάλλου, αλλ. μαύρο σμάλτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Τζημούρης, Αθανάσιος — (Καλαρρύτες; – Ζάκυνθος 1823). Ηπειρώτης χρυσικός. Τα χρόνια της ακμής του συμπίπτουν με τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αι. Το 1821, όταν καταστράφηκε το χωριό του, οι Καλαρρύτες, κατά τις συγκρούσεις των αυτοκρατορικών … Dictionary of Greek